Η εκκλησιαστική παράδοση αναγνωρίζει ως έσχατον κριτή επί θεμάτων πίστεως την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης: Τα 11 ψέματα στο κείμενο της Ι. Συνόδου προς τον Λαό (4 Φεβρουαρίου 2017)



04022017


Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης
Εφημέριος του Ι.Ν. Αγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη 4/2/2017

(Με κόκκινα γράμματα είναι τα σημεία του κειμένου “Προς το λαό” όπου εντοπίζονται τα ψεύδη. Μετά από κάθε ψεύδος παραθέτω την άποψή μου ως απάντηση στην Ιεραρχία. Δώστε ιδιαίτερη προσοχή και στις υποσημειώσεις).

Ψέμα 1ο «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται σε όλους τους πιστούς, προκειμένου να τους ενημερώσει για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη.»

Η αλήθεια: Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται σε όλους τους πιστούς προκειμένου να τους παραπλανήσει καθησυχάζοντάς τους σχετικά με τις αποφάσεις που πάρθηκαν στην λεγομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Προκαλεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι, η Ιερά Σύνοδος καταδέχεται να απευθυνθεί στον πιστό λαό, επτά ολόκληρους μήνες από την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου.[1]
Ό,τι ήταν να μάθουμε για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών εξ απόψεως ενημερώσεως, δηλαδή το πού, το πότε, το ποιοί συμμετείχαν και ποιοί όχι, την παρουσία των αιρετικών παρατηρητών, των πρακτόρων της C.I.A. κτλ., το έχουμε ήδη μάθει. Ως πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδας το μόνο που περιμέναμε με αγωνία ήταν μια ενημέρωση σχετικά με το αν η Ιεραρχία αποδέχθηκε ή όχι τις αιρετικές αποφάσεις της λεγομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου[2]. Η κοινοποίηση, άλλωστε, των αποφάσεων στο πλήρωμα της Εκκλησίας είναι και υποχρέωση της Ιεραρχίας σύμφωνα με το άρθρο 13 του (άκρως προβληματικού) Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου»: «αἱ ὑπογραφεῖσαι συνοδικαί ἀποφάσεις, ὡς καί τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀποστέλλονται διά Πατριαρχικῶν Γραμμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τούς Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἵτινες καί κοινοποιοῦν αὐτά εἰς τάς Ἐκκλησίας αὐτῶν ἀντιστοίχως, ἔχουν δέ πανορθόδοξον κῦρος».



Ψέμα 2ο “Κύριος σκοπός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήταν η ενίσχυση και η φανέρωση της ενότητας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και η αντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικών ζητημάτων”.
Η Αλήθεια: Ο κύριος σκοπός της λεγομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήταν η εισαγωγή της αίρεσης του Οικουμενισμού στην Ορθοδοξία. Ο δήθεν σκοπός της ενίσχυσης και της φανέρωσης της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ήταν το άλλοθι[3], ενώ τα πραγματικά ποιμαντικά ζητήματα[4] που απασχολούν εδώ και δεκαετίες τον Ορθόδοξο κόσμο, αγνοήθηκαν.[5]
Στις Ορθόδοξες Εκκλησίες υπάρχει ενότητα Πίστεως που φανερώνεται εκκλησιαστικά με τα Ιερά Μυστήρια, με την ανάγνωση των Διπτύχων κατά την αρχιερατική τέλεση της Θείας Λειτουργίας, με το πλέγμα σχέσεων των Εκκλησιών μεταξύ τους και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό, άθελά τους, ομολογούν και οι συντάκτες του φυλλαδίου που λίγες γραμμές παρακάτω γράφουν “Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων”.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο κύριος σκοπός της Συνόδου ήταν η “ενίσχυση” και η “φανέρωση” της ενότητας των Ορθοδόξων έναντι των άλλων λεγομένων ετερόδοξων εκκλησιών - ομολογιών προκειμένου η Ορθοδοξία, ως ένα σώμα υπό τον πρώτο άνευ ίσων Οικουμενικό Πατριάρχη (να η ενότητα!!!), να ενωθεί, εν καιρώ τω δέοντι, πρώτα με τους αιρετικούς και μετά με τους αλλόδοξους[6].
Άλλωστε, το φυλλάδιο αποκρύπτει ότι η Σύνοδος απέτυχε παταγωδώς να ενισχύσει και να φανερώσει την ενότητα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς απουσίαζαν τέσσερα πατριαρχία που αντιπροσωπεύουν τα 2/3 των ορθοδόξων παγκοσμίως[7]. Πολύ σημαντική και η παρατήρηση της Εκκλησία της Βουλγαρίας στο σημείο αυτό: “...η προσευχή της Εκκλησίας για “ενότητα όλων” δεν σημαίνει την αποκατάσταση της ενότητας με άλλους Χριστιανούς, λες και η ενότητα είναι κάτι που έχει χαθεί από την Εκκλησία, αλλά αυτό που εννοεί είναι την επιστροφή στους κόλπους της αυτών που έχουν εκπέσει, μέσα από το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την Θεία Ευχαριστία. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχτεί τις διάφορες θεωρίες περί αυτής της ενότητας που επικρατούν στους ετερόδοξους, όπως για παράδειγμα την θεωρία της “αόρατης εκκλησίας”, “την θεωρία των κλάδων” και την θεωρία της “ισότητας των δογμάτων” καθώς επίσης και την νεοσύστατη θεωρία της “βαπτισματικής θεολογίας” σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια αρχέγονη ενότητα σε “ένα κοινό βάπτισμα”. ...όλες αυτές οι θεωρίες συνδέονται με την διδαχή περί “κτιστής χάρης” του Αγίου Πνεύματος, η οποία έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. ...η Ιερά Σύνοδος (της Βουλγαρικής Εκκλησίας) δηλώνει επίσης ότι απορρίπτει την διδαχή που υπήρχε στο Ψήφισμα για τον Οικουμενισμό της Δεύτερης Βατικάνειας Συνόδου, καθώς αποτελεί έκφραση της ίδιας λανθασμένης εκκλησιολογικής αντίληψης που αναφέρθηκε παραπάνω. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η παρατήρηση της ίδιας Ιεραρχίας, πως τα κείμενα της ψευδοσυνόδου αρνήθηκε να τα υπογράψει μια μεγάλη μερίδα Ιεραρχών που ήσαν παριστάμενοι.[8]
Ψέμα 3ο “Με βάση τα συμπεράσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου”
Η Αλήθεια: Τα επίσημα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι το Μήνυμα, η Εγκύκλιος και οι Αποφάσεις. Και τα τρία κείμενα χαρακτηρίζονται ως Πανορθοδόξου κύρους. Η ΔΙΣ με το κείμενο αυτό δεν αναφέρεται ούτε στις Αποφάσεις της Συνόδου, ούτε στο Μήνυμα ή την Εγκύκλιο, πολλώ δε μάλλον ούτε στα υποτιθέμενα συμπεράσματα της Συνόδου.
Το φυλλάδιο είναι μια συρραφή μικρών αποσπασμάτων των ανωτέρω κειμένων, στα οποία προστίθενται ή αφαιρούνται λέξεις ή φράσεις, ερμηνευόμενες κατά το δοκούν, με σκοπό να αλλάξουν το νόημα τους και να το κάνουν πιο “εύπεπτο”.
Πρόκειται ουσιαστικά, για σκέψεις, κρίσεις και επιθυμίες των συντακτών του φυλλαδίου, με βάση τα προσωπικά τους συμπεράσματα από την Σύνοδο, τα οποία δεν μας ενδιαφέρουν.
Αυτό που μας ενδιαφέρει, και για το οποίο περιμένουμε ενημέρωση, είναι οι αποφάσεις της Συνόδου και οι δογματικές - εκκλησιολογικές τους συνέπειες.
Αλλά φυσικά αυτές δεν πρέπει επ’ ουδενί να γίνουν γνωστές..., γιατί εκεί γίνεται το μεγάλο ξεχαρβάλωμα της Ορθοδοξίας.
Ψέμα 4ο “Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων. Η συνοδικότητα υπηρετεί την ενότητα και διαπνέει την οργάνωση της Εκκλησίας, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις Της και καθορίζει την πορεία Της.”
Η Αλήθεια: Η συνοδικότητα πρώτα απ’ όλα υπηρετεί την Αλήθεια της Πίστεως. Αυτήν την Αλήθεια υπερασπίστηκαν οι Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι έναντι των ποικίλων αιρέσεων. Η ενότητα είναι πρώτα απ’ όλα, ενότητα Πίστεως της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η ανωτέρω παράγραφος του φυλλαδίου, βγαίνει το άτοπο συμπέρασμα ότι, όταν η συνοδικότητα δεν λειτουργεί σε οικουμενικό ή τοπικό επίπεδο, κλονίζεται η οικουμενική ή τοπική ενότητα της Εκκλησίας, πράγμα άτοπο. Είναι έκδηλη η προσπάθεια να δικαιολογηθεί η καινοφανής εφεύρεση της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, όχι για να καταδικάσει αιρέσεις, αλλά μόνο για να φανερωθεί δήθεν η ενότητα της Εκκλησίας. [9]
Πολύ ενδιαφέρον είναι το σημείο στην παράγραφο 22 του κειμένου “Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο”, για το οποίο η σύνοδος της Κρήτης δηλώνει ότι “η διατήρησις της γνησίας Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος”. Η Ιερά Σύνοδος όμως της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, δηλώνει αντιθέτως στο σημείο αυτό, ότι “το τελικό κριτήριο για την αποδοχή των Εκκλησιαστικών Συνόδων είναι η επάγρυπνη δογματική συνείδηση όλου του Ορθοδόξου πληρώματος (της πληρότητας του Σώματος). Δηλώνει ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν χορηγεί με αυτόματο ή μηχανικό τρόπο την ορθή εκδοχή της Πίστης που διακηρύσσεται από τους Ορθόδοξους χριστιανούς”.[10] Ας θυμηθούμε βέβαια εδώ και την διακήρυξη των Πατριαρχών της Ανατολής το 1848, όπου ξεκάθαρα επαναδιατυπώνουν την αλήθεια την Πίστης μας για τον φρουρό της[11]. Ο σημερινός όμως Οικουμενικός Πατριάρχης, ζηλεύοντας την παπική εξουσία, με πρωτοφανείς ρήσεις, άλλα μας διατάζει να δεχτούμε![12]
Ψέμα 5ο “Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η Αγία Σύνοδος δεν αναφέρθηκε μόνον στο κύρος των γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε αυτήν για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκαν ως Σύνοδοι «καθολικού κύρους», δηλαδή ως Οικουμενικές, η Μεγάλη Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), οι επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), και οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες και Αγίες Σύνοδοι για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439), των προτεσταντικών δοξασιών (1638, 1642, 1672, 1691) και του εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως (1872).”[13]
Η Αλήθεια: Πουθενά στα κείμενα της Συνόδου δεν αναγνωρίστηκαν οι αναφερόμενες ως καθολικού κύρους Σύνοδοι ως Οικουμενικές. Η αθώα εκ πρώτης όψεως προσθήκη της φράσης, “δηλαδή ως Οικουμενικές”, στο κείμενο του φυλλαδίου, κρύβει απύθμενο βάθος πανουργίας.
Καταντάει γελοίος ο τρόπος με τον οποίο θέλουν να παραπλανήσουν το πλήρωμα της Εκκλησίας οι Επίσκοποί μας. Θέλουν να μας πείσουν για την Ορθοδοξότητα της Συνόδου, επικαλούμενοι την αναγνώριση των αδιαμφισβήτητα Ορθοδόξων Συνόδων ως Οικουμενικών. Ή εμείς διαβάσαμε άλλη απόφαση της Συνόδου ή έχουμε 15 οικουμενικές συνόδους και το γνωρίζουν μόνο οι επίσκοποί μας.
Ως γνωστόν, ήταν αίτημα της Εκκλησίας της Σερβίας και μερικών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, να αναγνωριστούν οι δύο πρώτες αναφερόμενες Σύνοδοι, η επί Μεγάλου Φωτίου και η επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ως Οικουμενικές (Η΄και Θ΄ Οικουμενικές). Η αναγνώριση των δύο αυτών συνόδων ως Οικουμενικών και η πανηγυρική ανανέωση των αποφάσεων τους, θα καταξίωνε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ως τέτοια και θα αρκούσε για τον αιώνιο αναθεματισμό του παπικού θηρίου, που δημιούργησε την πανσπερμία των προτεσταντικών αιρέσεων.
Αντιθέτως, η σημασία των ανωτέρω θεωρουμένων από το πλήρωμα της Εκκλησίας ως οικουμενικών Συνόδων υποβιβάζεται, καθώς στην Εγκύκλιο γίνεται απλή αναφορά παρατακτικά μαζί με άλλες Συνόδους, μεγάλης βέβαια σημασίας, οι οποίες όμως στη συνείδηση του Ορθοδόξου Πληρώματος δεν υπέχουν θέση οικουμενικών Συνόδων.[14]
Ψέμα 6ο “Οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αποτελούν συνομοσπονδία Εκκλησιών, αλλά την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.”
Η Αλήθεια: Στη σύνοδο μόνο οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών είχαν αποφασιστική ψήφο, δηλαδή έκαστος προκαθήμενος εκπροσωπούσε όλη την Εκκλησία του. Στην πράξη η Σύνοδος λειτούργησε ως συνομοσπονδία, κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι προκαθήμενοι είχαν τον ρόλο του Συμβουλίου (Κομισιόν) με δικαίωμα αρνησικυρίας, ενώ οι υπόλοιποι επίσκοποι ήταν διακοσμητικά στοιχεία, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μια συνομοσπονδία αυτοκεφάλων Εκκλησιών στην πράξη. Αναγνωρίστηκε έτσι το πρωτείο των προκαθημένων έναντι των λοιπών επισκόπων εκάστης Εκκλησίας και το πρωτείο του οικουμενικού Πατριάρχη έναντι των λοιπών προκαθημένων.
Αντίθετα, αν στην λεγομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν αποτελούσαν συνομοσπονδία Εκκλησιών, οι Επίσκοποι δεν θα ήταν μόνο μέλη και αντιπρόσωποι της Εκκλησίας τους, αλλά Επίσκοποι της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ισότιμοι, με δικαίωμα ίσης και αποφασιστικής ψήφου. Αυτό θα ήταν το Ορθόδοξο. «Η των πλειόνων ψήφος κρατείτω»[15]
Ψέμα 7ο “Για την ορθόδοξη Εκκλησία η οικογένεια αποτελεί καρπό της «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» μυστηριακής ενώσεως ανδρός και γυναικός και είναι η μόνη εγγύηση της γεννήσεως και της ανατροφής των τέκνων[16].”
Η Αλήθεια: Στις αποφάσεις της συνόδου αναφέρεται ότι οι μικτοί γάμοι κατ’ ακρίβειαν απαγορεύονται αλλά ας κάνει κάθε εκκλησία ότι θέλει κατ’ οικονομίαν. Επικυρώθηκε ο οικουμενισμός εν τη πράξει.
Ψέμα 8ο “Ο διάλογος κυρίως με τους ετεροδόξους χριστιανούς (άλλες χριστιανικές ομολογίες – αιρέσεις) γίνεται με βάση το χρέος της Εκκλησίας να μαρτυρεί προς κάθε κατεύθυνση την αλήθεια και την αποστολική πίστη. Έτσι γίνεται γνωστή σε αυτούς η γνησιότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης, η αξία της πατερικής διδασκαλίας, η λειτουργική εμπειρία και η πίστη των Ορθοδόξων. Οι διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε και θα σημαίνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως”
Η Αληθεια: Ω! της εσχάτης πονηρίας! Πουθενά, μα πουθενά στα κείμενα της Μεγάλης και Αγίας Συνόδου δεν αναφέρεται η λέξη αίρεση. Όσον αφορά δε το επίμαχο απόσπασμα το παραθέτουμε για αισχύνη των συντακτών του φυλλαδίου.
“Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.”
Στην λεγομένη “Αγία και Μεγάλη Σύνοδο”, λοιπόν, για πρώτη φορά οι αιρέσεις ονομάστηκαν “Εκκλησίες”. Με το τέχνασμα ενός λεκτικού αυτοαναιρούμενου ακροβατισμού (οι ετερόδοξες εκκλησίες θα είναι ή ετερόδοξες ή εκκλησίες[17]) δόθηκε το αμώμητο όνομα της κοινής μας μητέρας Εκκλησίας να το καπηλεύονται οι αιρετικοί. Έλεος, όλα να τα καταπιούμε αμάσητα πια;[18]
Όσον αφορά το θέμα του διαλόγου, για τον οποίο όλοι κόπτονται, πουθενά στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει εντολή διαλόγου. Δεν έδωσε ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός εντολή “διαλεχθείτε με τα έθνη” αλλά “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”[19]. Ο δε Απόστολος των Εθνών Παύλος διδάσκει “αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού”[20]. Ο διάλογος είναι το μέσον για να μεταδώσουμε τα νοήματα της πίστεως, έχει αρχή έχει και τέλος. Στις αποφάσεις της Συνόδου ορίζεται ότι ο διάλογος δεν πρέπει να έχει τέλος.
Η διαβεβαίωση ότι οι διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε και θα σημάνουν ποτέ συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως προκαλεί θλίψη[21]. Κανένας λόγος στο φυλλάδιο για τα αιρετικά κείμενα που έχουν υπογράψει οι αντιπρόσωποί των Ορθοδόξων στις Συνελεύσεις του ΠΣΕ και στον διάλογο με τους Παπικούς (Μπάλαμαντ, Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κτλ)[22]. Κανένας λόγος για τις συμπροσευχές. Κανένας λόγος για τα ημισυλλείτουργα του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Πάπα[23]. Κάπου εδώ οι λέξεις χάνουν το νόημά τους καθώς, όσες περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης των Ιερών Κανόνων και να αναφέρουμε, το αυτί των Οικουμενιστών Επισκόπων, Ιερέων και θεολόγων, δυστυχώς, δεν ιδρώνει.
Ψέμα 9ο “Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν αντικείμενο εμβαθύνσεως και περαιτέρω μελέτης. Αυτό ισχύει για όλες τις Συνόδους της Εκκλησίας.”
Η Αλήθεια: Τα κείμενα κάθε συνόδου αποτελούν αντικείμενο εμβαθύνσεως και περαιτέρω μελέτης όχι για να βρεθεί το νόημά τους ανάμεσα σε ερεβώδεις συντακτικές διαδρομές και λεκτικούς ακροβατισμούς, αλλά γιατί ήταν αποφάσεις εμπνευσμένες από το Πανάγιο Πνεύμα και διασφάλιζαν δογματικά την άπαξ παραδεδομένη υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Πίστη που είναι προϋπόθεση για την σωτηρία καθενός εξ’ ημών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα κείμενα αποτελούν αντικείμενο μασήματος και αναμασήματος, όσο καιρό χρειαστεί, σύμφωνα και με τη σχετική εισήγηση του Μητροπολίτη Σερρών στην Ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου, μέχρι τελικού χωνέματός των από το Ορθόδοξο Πλήρωμα.[24]
Ψέμα 10ο “Ο θεολογικός διάλογος δεν διακόπτεται. Προϋπόθεση απαραίτητη βεβαίως είναι να διατηρείται αλώβητη η θεολογική αλήθεια και ο διάλογος αυτός να πραγματοποιείται χωρίς φανατισμούς και διαιρέσεις, χωρίς παρασυναγωγές και σχίσματα, τα οποία πληγώνουν την ενότητα της Εκκλησίας. Τα σχίσματα είναι δυσίατες πνευματικές ασθένειες.”
Η Αλήθεια: Η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας, προσχωρήσασα συνοδικώς στην αίρεση του Οικουμενισμού, εφαρμόζει την αστυνομική και τρομοκρατική παράγραφο του αρ. 22 του Συνοδικού κειμένου “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”, που απαγορεύει τον θεολογικό διάλογο στο σώμα του πληρώματος της Εκκλησίας, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας, γιατί δήθεν οι σύνοδοι αποτελούν “την ανώτατην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων”.[25]
Το κείμενο του φυλλαδίου θεωρεί ως προϋπόθεση για την διεξαγωγή του διαλόγου, την θεολογική αλήθεια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ηλίου φαεινότερον ότι από την πλευρά των Οικουμενιστών Επισκόπων απουσιάζει αυτή η μία και μόνη προϋπόθεση διεξαγωγής του διαλόγου, η θεολογική αλήθεια. Προ του αδιεξόδου τους, και στερούμενοι σοβαρών θεολογικών επιχειρημάτων, σπεύδουν να φιμώσουν κάθε ορθόδοξη φωνή καταλογίζοντας σε όσους αντιδρούμε, φανατισμό, διαίρεση, δημιουργία παρασυναγωγών και σχισμάτων. Ό,τι και να πούμε αντιδρώντας στην επέλαση της αιρέσεως συκοφαντούμαστε ότι το είπαμε επί προφάσει τηρήσεως και δήθεν προασπιζόμενοι την γνησία Ορθοδοξία.
Συμφωνούμε ότι τα σχίσματα είναι δυσίατες πνευματικές ασθένειες, τα αποστρεφόμαστε και δεν τα επιθυμούμε. Αν θελήσουν ποτέ να ψάξουν για τους υπευθύνους των σχισμάτων δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν πολύ. Θα τους βρουν στην άλλη πλευρά τους καθρέπτη τους.
Ψέμα 11ο “Γι αυτό προτρέπονται οι πιστοί να μη δίνουν βαρύτητα στα λόγια εκείνων που τους παρακινούν να απομακρυνθούν από Αυτήν προκειμένου να αποτελέσουν ξεχωριστή ομάδα έξω από το πλήρωμα της Εκκλησίας, επικαλούμενοι φανταστικούς λόγους δογματικής ακριβείας”[26]
Η Αλήθεια: Κανένας εχέφρων Ορθόδοξος Ιεράρχης, Ιερέας, Μοναχός ή λαϊκός, Θεολόγος ή απλός πιστός, δεν προτρέπει σε απομάκρυνση από την Μία, Αγία, Αποστολική και Καθολική Εκκλησία μας. Οι κανόνες που δίνουν την δυνατότητα της διακοπής μνημοσύνου του Επισκόπου που κηρύττει φανερά αίρεση είναι σαφείς, ότι με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται η Εκκλησία από τα σχίσματα[27]. Για τον λόγο αυτόν ο ιερός κανόνας απαγορεύει την τιμωρία εκείνου που προέβη σε διακοπή μνημοσύνου και επιβάλλει τον έπαινο αυτού. Μόνο θεομπαίχτες επίσκοποι αθετούν αυτήν την αποστολική εντολή και εφευρίσκουν τιμωρίες για τους αγωνιστές που διακόπτουν το μνημόσυνο των αιρετιζόντων και αιρετικών ταγών της Εκκλησίας.
Αποτείχιση, στο Μέγα Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell - Scott, σημαίνει τον αποκλεισμό με τείχος, όχι το να βγει κάποιος εκτός του τείχους, εν προκειμένω της Εκκλησίας, όπως εσφαλμένα πιστεύουν οι περισσότεροι Ιεράρχες (μερικοί εξ αυτών είναι και πανεπιστημιακοί καθηγητές θεολογίας)[28]. Ο αποτειχισθείς, ένεκα φανερής αιρέσεως του επισκόπου, ιερέας, μοναχός ή λαϊκός, φτιάχνει ένα τείχος εντός της Εκκλησίας που τον χωρίζει από τον αιρετικό επίσκοπο, μέχρι να έρθει Ορθόδοξη Σύνοδος να καθαιρέσει τον αιρετικό επίσκοπο εάν δεν μετανοήσει. Είναι ξεκάθαρος ο 15ος κανόνας της Πρωτοδευτέρας συνόδου[29], όπως αυτός ερμηνεύτηκε από τους παλαιούς κανονολόγους και αγίους της Εκκλησίας μας,[30] αλλά και νεωτέρους.[31]
Όσο για την έκφραση “φανταστικοί λόγοι δογματικής ακρίβειας”, ε! αυτήν μαρτυράει τον συγγραφέα του κειμένου...

Ελπίζοντας αδελφοί μου εν Χριστώ, να έγιναν κατανοητά τα όσα ψευδή υπάρχουν στο κείμενο της Ιεράς Συνόδου που απευθύνεται στο λαό Του Θεού, καθώς και οι θέσεις μου επί των σημείων αυτών, θα ήθελα να ολοκληρώσω το παρόν πόνημα, με τον ύμνο προς την Ορθοδοξία του Ιωσήφ Βρυέννιου (1350-1431), αφιερωμένο σε κάθε έναν πιστό που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του στην Εκκλησία του Χριστού.
“Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία·
ου ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
εν σοι εγεννήθημεν, και σοι ζώμεν,
και εν σοι κοιμηθησόμεθα· ει δε καλέσει καιρός,
και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα”._


[1] “..Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλουν νά πάρουν ὑπεύθυνα θέση, καταρχήν προσωπικά, ἀλλά καί κατόπιν συλλογικά, στήν ἑπόμενη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἔναντι κυρίως τοῦ Στ΄ Κειμένου, μέ τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίστηκαν οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησίες, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Ἀλλά καί τό εὐλαβές πλήρωμα, ὡς φύλακας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Σύνοδος τοῦ 1848), ἀναμένει τίς δέουσες ἐξηγήσεις, γιά ποιό λόγο δηλαδή, δέν ἐκπροσωπήθηκε ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν Προκαθήμενό της. Πολύ περισσότερο ἀναμένει ἀπό τήν Ἱεραρχία νά καταδικάσει τήν διπλῆ, αἱρετική, συγκρητιστική καί Οἰκουμενιστική Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ὡς πιστοί, ἀναμένουμε –στή συνέχεια– νά ἀναληφθοῦν πρωτοβουλίες καί σέ συνεργασία μέ τά τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά συγκληθεῖ -μελλοντικῶς- μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά ἀποκαταστήσει, μέ τό μεῖζον κῦρος της –ἐπίσημα καί θεσμικά– τήν διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα, νά καταδικάσει τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καί νά δημοσιοποιήσει τά Πρακτικά τῆς ἀμφισβητούμενης «Συνόδου»..”
[Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[2] “..μεταφέρουν την παναίρεση του Οικουμενισμού απ’ ευθείας μέσα στην Εκκλησία δημιουργώντας δύο αντίθετες δογματικές (εκκλησιολογικές) παραδόσεις : εκείνης η οποία ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως περί Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και εκείνης της καινοτόμου, αλλότριας και αιρετικής των πολλών ετεροδόξων εκκλησιών. Ἔτσι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, παρουσιάζεται «σχιζοφρενής», ὄχι ἔχουσα «νοῦν Χριστοῦ», ἀλλὰ «Χριστόν μεμερισμένον [=τεμαχισμένο] », πολλὲς «δόξες», δογματικὲς δηλαδὴ πίστεις..”[Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία: https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html]
[3] “Ἡ λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης συγκλήθηκε, κατά τούς ἐμπνευστές καί διοργανωτές της, γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ λόγος τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, πού προέκυψαν ἀπό αὐτήν τήν σύγκληση, ὄχι μόνον δέν δικαίωσαν τήν φιλόδοξη στοχοθεσία, ἀλλά ἀνέδειξαν καί τήν κεκαλυμμένη πονηρία τῶν διοργανωτῶν της”.
[Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[4] “Δύο θέματα εἶχαν μεγίστη προτεραιότητα, γιὰ τὴν θεραπεία παλαιῶν σχισμάτων προκληθέντων ἀπὸ πρωτοβουλίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας:
• ἔπρεπε νὰ ἐπιλυθεῖ, μὲ ἐπαναφορὰ τοῦ παλαιοῦ, πατρίου, ἡμερολογίου, τὸ θέμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, τὸ ὁποῖο μεταρρυθμίστηκε πραξικοπηματικά, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση καὶ διασπᾶ ἐπὶ ἑκατὸ περίπου χρόνια τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων.
• Καὶ τὸ σημαντικώτερο: αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ἡ Σύνοδος ἦταν ἡ ἀπερίφραστη καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπὶ ἑκατὸ περίπου ἔτη διαβρώνει τοὺς Ἱεράρχες καὶ τοὺς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δυσφημώντας ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρησή της ὡς ἀκραίους καὶ φανατικούς”. [Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία: https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html]
[5] “Από την σύντομη αναφορά στην πικρή ιστορία της ημερολογιακής μεταρρύθμισης προκύπτει ότι μετά το μεγάλο τραύμα στην λειτουργική ενότητα μεταξύ των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και στις διαιρέσεις και τα σχίσματα μεταξύ των πιστών, όλοι εκτιμούσαν ότι η τραυματική και νοσηρή αυτή κατάσταση έπρεπε να θεραπευθεί επειγόντως με την σύγκληση Πανορθόδοξης ή Οικουμενικής Συνόδου. Και μόνο για το θέμα αυτό, γι’ αυτήν την “κατεπείγουσα χρεία”, ήταν αναγκαία και απαραίτητη η σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου”.
[π. Θεόδωρος Ζήσης. Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο και ο κοινός εορτασμός του Πάσχα. Θεοδρομία τ΄.ΙΗ 1-2 σελ 284]
[6] “γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι»”.[Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[7] “οὔτε μεγάλη μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, διότι
• δὲν ἐκλήθησαν νὰ λάβουν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι • Ἡ ἐπιλογὴ τῶν ὀλίγων δὲν ἔγινε μὲ κανονικὸ τρόπο ἐκλογῆς.• μετεῖχαν χωρὶς δικαίωμα ψήφου καὶ μὲ δικαίωμα λόγου χρονικὰ περιορισμένου. • Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 800 περίπου Ἐπισκόπων τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας δικαίωμα ψήφου εἶχαν μόνον οἱ 14 Προκαθήμενοι· καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπουσίαζαν οἱ 4, ἐψήφισαν τελικῶς μόνον οἱ 10, δηλαδὴ ἕνα ὀγδοηκοστὸ (1/80) τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ εἶναι παρόντες καὶ νὰ ψηφίσουν. Ἡ πράξη αὐτὴ εἶναι πρωτοφανὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας καὶ αὐθαίρετη, ἐπειδὴ παραβιάζει κατάφωρα τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν Ἀρχιερέων, πρᾶγμα ποὺ ἐμφαίνεται στὴν ἰσότιμη ψῆφο τους. • ὁ ὡς ἄνω καινοφανὴς ἐλιτισμὸς εἰσηγεῖται τὴν καθιέρωση ἑνὸς «συλλογικοῦ Πάπα», Προκαθημένων οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πρῶτοι μεταξὺ ἴσων (“primi inter pares”), ἀλλὰ ἄνευ ἴσων (“primi sine paribus”).• Σὲ ἀνώτατο ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας (τῆς πρώτης ἐξ αὐτῶν πρεσβυγενοῦς)• ὄχι μεγάλη, ἀλλὰ μικρή, οὔτε πανορθόδοξη ἀλλὰ διευρυμένη διορθόδοξη Συνέλευση”[Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία: https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html]
[8]“...το κείμενο με τίτλο “Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο” αρνήθηκαν να το υπογράψουν μια μεγάλη μερίδα ιεραρχών που παρακολουθούσαν τη Σύνοδο, μερικοί από τους οποίους είναι και εξέχοντες Ορθόδοξοι θεολόγοι …
...τη δήλωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε οικουμενιστικές πρωτοβουλίες “με στόχο την αναζήτηση” της χαμένης “ενότητας όλων των Χριστιανών”, η Ιερά Σύνοδος την θεωρεί απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει απολέσει ποτέ την ενότητά της.
...Η ενότητα υπονοεί την ενότητα στην πίστη, στον τρόπο σκέψης και στην πράξη σε σχέση με τους δογματικούς ορισμούς και τους κανόνες που έχουν εγκριθεί από τις οικουμενικές συνόδους, καθώς και σε σχέση με τη λειτουργική παράδοση και τη μυστηριακή ζωή εν τω Αγίω Πνεύματι. Ο δρόμος για την επίτευξη της ενότητας περνάει από τη μετάνοια και την ομολογία της Ορθόδοξης πίστης και του Ορθόδοξου βαπτίσματος.”
[Η Τελική Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη Σύνοδο της Κρήτης, https://katanixis.blogspot.gr/2016/12/blog-post_75.html]
[9] “Τό κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἀπαράδεκτο τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἀπορῶ γιατί ὀνομάζεται Ἁγία είναι ότι [...]δέν κατέγνωσε οὐδεμία ὑφισταμένη αἵρεσι στούς καιρούς μας παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν» πού ἔχει Οἰκουμενική ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς ςης καί τήν α΄τῆς Ζης καί δέν ἀπετίμησε ἄν καί ἔλαβε σχετική ἀπόφασι τούς διεξαχθέντας μέ τούς ἑτεροδόξους θεολογικούς διαλόγους ὅπως μετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν, τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν”
[Υπόμνημα Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ
https://katanixis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_819.html#more]
[10] [Η Τελική Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη Σύνοδο της Κρήτης, https://katanixis.blogspot.gr/2016/12/blog-post_75.html]
[11] “ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ” [http://www.agioskosmas.gr/sindesmos.asp?isue=122&artid=4614]
[12] “εν τη ευθύνη ημών ως του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Προέδρου της εν Κρήτη συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, και ως φύλακος του Δόγματος και της κανονικής εν τη κατά Ανατολάς Εκκλησία τάξεως”
[Κατάνυξις ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης με έγγραφο φωτιά, γίνεται Καπετάν Φοβέρας και Τρομάρας
https://katanixis.blogspot.gr/2016/12/blog-post_95.html]
[13] “Βέβαια, μέ δεδομένη τήν ἀδιαμφισβήτητη Βιβλική καί Πατερική Ἀλήθεια, ὅτι ὁ εἰσηγητής ὅλων τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ πονηρός νόμισε πρός τό παρόν πώς πέτυχε ἐξαιρετικά μεγάλη νίκη κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς –μέ τό Στ΄ Κείμενό της– «ἀναγνωρίστηκαν» ὅλες οἱ Χριστιανικές αἱρέσεις, ὡς Ἐκκλησίες. Καί, προφανῶς, ἔχει κάθε λόγο νά πανηγυρίζει σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά τέτοια «Σύνοδος» στήν Ἱστορία της, πού νά νομιμοποιήσει θεσμικά ὅλες μαζί τίς αἱρέσεις διά μιᾶς, πρᾶγμα πού προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη καί ὀδύνη στούς πιστούς ἐκείνους, πού συμβαίνει νά πληροφοροῦνται καί νά κατανοοῦν καλῶς τά συμβαίνοντα στήν Ἐκκλησία τους.”[Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[14] “Ἔγινε ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου) στίς μεγάλες «καθολικοῦ κύρους» Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ οἰκουμενική τους περιωπή ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική τήν Σύνοδο τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στίς μεταγενέστερες πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς προτεσταντικές δοξασίες.” [Υπόμνημα Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμhttps://katanixis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_819.html#more]
[15] “Στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἔγιναν ἀποδεκτά «δύο μέτρα καί δύο σταθμά», ὡς μέσο ἐξυπηρετήσεως τῆς κακῶς νοουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως αὐτά λειτούργησαν στίς περιπτώσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα, ὁ Προκαθήμενος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἐψήφισε τό Στ΄ Κείμενο, ἐκφράζοντας τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας του, ἐρχόμενος ὅμως σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία (17 ἀπό τούς 24) τῶν Συνοδικῶν του, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀδιαφόρησε γιά τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του καί ψήφισε ἀντίθετα πρός αὐτήν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας. Ψήφισε, δηλαδή, γιά μιά ἑνότητα, αὐτονομημένη ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν ἐνέργειά του αὐτή ἐνισχύθηκε ἀπό τήν ἀσυνεπῆ, πρός τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ὑπογραφή τοῦ Κειμένου ἀπό τούς 23 συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, μέ λαμπρή ἐξαίρεση τοῦ 24ου Ἐπισκόπου τῆς ἀντιπροσωπείας του.
Ἀλλά καί ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δέν ἦταν καλύτερη, ἀφοῦ ὁ Προκαθήμενός της –μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης– κάκισε τήν στάση τῶν διαφωνησάντων τεσσάρων Ἀρχιερέων, πού δέν ὑπέγραψαν τό Στ΄ Κείμενο, καί ὅλως αὐθαιρέτως –παρά πᾶσαν διοικητικήν καί πνευματικήν δεοντολογίαν– ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ὄχι μόνον παπική νοοτροπία καί ἀνεντιμότητα ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί πράξη ποινικῶς διώξιμη.”[Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[16]“Καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κείμενα τῆς Συνόδου, βαμμένα μὲ θεολογικὸ σχετικισμό, παρουσιάζουν σοβαρὰ προβλήματα· εἶναι ἐπὶ τούτου χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τοῦ κειμένου. •«Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ», τὸ ὁποῖο πάσχει ἐξ ἐπόψεως τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας· ἡ πρόταση ἀποδοχῆς τῶν μεικτῶν γάμων ὡς «οἰκονομίας» εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη ἐκκλησιολογικῶς. Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου συνιστᾷ αὐστηρῶς τὴν ἀκύρωση καὶ διάλυση ἑνός τέτοιου γάμου ὡς ἐκκλησιαστικῶς παράνομης συμβίωσης. Ἔτσι, ἡ λεγομένη «Σύνοδος» δὲν εἰσηγεῖται οἰκονομία, ἀλλὰ σοβαρότατη κανονικὴ παρανομία, μὲ σοβαρότατες ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες.”[Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία:https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html]
[17] “..Ὅπως σωστὰ ἐλέχθη, οἱ ἔξυπνοι εἰσηγητές, ἀλλὰ καὶ οἱ ψηφίσαντες τὴν δῆθεν συμβιβαστικὴ καὶ εἰρηνοποιὸ φράση, κοροϊδεύουν καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκκλησίες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ἐκκλησίες· τὸ «ἑτερόδοξες ἐκκλησίες» εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τό «πόρνη παρθένος», «σκοτεινὸ φῶς», «ψεύτικη ἀλήθεια», «ὑγιὴς ἀσθένεια» καὶ «ἄθεη θεοσέβεια»..”
[ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ: ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ-ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ «ΣΥΝΟΔΟ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_159.html]
[18]“Τό ἱερό μας Σῶμα δέν ἀπεδέχθη στό ἐπίδικο κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό φονταμενταλιστική διάθεσι ἀλλά διότι ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος διότι ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξος καί ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου [……] Γιά νά συμβιβάση ἡ ἀντιπροσωπεία μας τά ἀσυμβίβαστα ὑπέβαλε τήν πρότασι πού τελικά ἔγινε δεκτή ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξι ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» ἀλλά τήν ἱστορική ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» καί ἀντιλαμβάνεσθε τό ἀνεπέρειστο μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ. Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάση τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιόντας τά πράγματα.”
[Υπόμνημα Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ
https://katanixis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_819.html#more]
[19] Ματθ. κη’ 29
[20] Τίτ. γ΄ 10
[21][Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος] “..(1) ἀξιολογεῖ θετικὰ τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἐκκλησιολογικὲς αἱρέσεις, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ Balamand (1993), τοῦ Porto Alegre (2006), τῆς Ραβέννας (2007) καὶ τοῦ Πουσάν (2013), (2) ἐπαινεῖ τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (WCC) καὶ συνιστᾶ νὰ συνεχισθεῖ ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς ἐκεῖ συμμετοχῆς μας καὶ τῆς ἐξίσωσής μας πρὸς τὶς δῆθεν ἐκκλησίες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ….Νομιμοποιώντας, λοιπόν, τὴν μὲ κακὸ τρόπο διενεργούμενη συμμετοχή μας στούς Διαλόγους καὶ ἀποκρύποντας τὴν μειοδοσία ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων ἀποκρύπτει παραλλήλως, καὶ τὸ ὅτι δὲν ἔχει σημειωθεῖ ἕως σήμερα καμμία θεολογικὴ πρόοδος πρὸς τὴν ἀλήθεια σὲ κανέναν ἀπολύτως θεολογικὸ διάλογο..”
[Πηγή: Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία: https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html]
[22] “Με όσα εκεί αποφάσισαν και υπέγραψαν και οι”Ορθόδοξοι” αντιπρόσωποι αρνούνται βασικά δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως το δόγμα της ενότητος και καθολικότητος της Εκκλησίας, αναγνωρίζουν το βάπτισμα των αιρετικών, την διαβόητη “βαπτισματική Θεολογία” ως και την πολυμπορφία στην διατύπωση των δογμάτων της πίστεως, να λέγει δηλαδή για την πίστη ο καθένας ό,τι θέλει”
[π. Θεόδωρος Ζήσης Θεοδρομία τ. ΗΙ 1-2 Υπόμνημα για την απόρριψη του Συνοδικού κειμένου “Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον” σελ.256]
[23] “Δεν υπάρχει εμφανέστερη και αυθαδέστερη καταπάτηση των Ιερών Κανόνων από το φαινόμενο των συμπροσευχών που τείνει να προσλάβει διαστάσεις επιδημικής νόσου, με βασικούς φορείς αυτού του συγκρητιστικού ιού τους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, από τον Αθηναγόρα μέχρι τον Βαρθολομαίο, με τις κατά καιρούς συναντήσεις και ασεβέστατες συμπροσευχές με τους αιρεσιάρχες πάπες της Ρώμης.” [αυτόθι σελ.261]
[24] “Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι τα κείμενα που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης θα πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω θεολογική εξέταση και συζήτηση, με σκοπό την τροποποίηση, την επιμέλεια, τη διόρθωση και / ή την αντικατάστασή τους με άλλα, καινούργια έγγραφα που βρίσκονται εντός του πνεύματος και της παράδοσης της Εκκλησίας.”
[Η Τελική Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη Σύνοδο της Κρήτης, https://katanixis.blogspot.gr/2016/12/blog-post_75.html]
[25] “Δεν έχουν ακούσει ή διαβάσει, φαίνεται, οι λογιώτατοι συντάκτες του κειμένου (ενν, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου) πόσες ψευδοσυνόδους και ληστρικές συνόδους έχει απορρίψει η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, που αποτελεί τον έσχατο κριτή των αποφάσεων, ό ότι όπως λέγει αξιωματικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κριτήριο για το αν μια Σύνοδος είναι αληθής ή ψευδής είναι η “ορθότης των δογμάτων”... απλώς η παράγραφος αυτή φανερώνει ότι οι συντάκτες του κειμένου δεν είναι βέβαιοι για την αλήθεια αυτών που γράφουν και φοβούνται την κριτική, θέλουν εκ των προτέρων να θεωρήσουμε αλάθητες τις αποφάσεις τους, στερούνται επιχειρημάτων για να αποκρούσουν τον αντίλογο και επιδιώκουν να δεσμεύσουν την Σύνοδο να πάρει μέτρα εναντίον όσων δήθεν “διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας”
[π. Θεόδωρος Ζήσης Θεοδρομία τ. ΗΙ 1-2 Υπόμνημα για την απόρριψη του Συνοδικού κειμένου “Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον” σελ.260]
[26] “Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται κατά κόρον τόσο ἀπό πιστούς ὅσο καί ἀπό Ἱερεῖς καί Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας συνήθως καί ἄκριτα τήν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγνοώντας, ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις”.
[πηγή:Δημήτριος Τσελεγγίδης, Θεολογική Τριλογία με αφορμή την Μεγάλη Σύνοδο, https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_28.html]
[27] Πρέπει ἐδῶ, παρά ταῦτα, νὰ γίνει ἡ ὑπενθύμιση, σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν δογματικὴ συνείδηση ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν λαϊκῶν, ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν Ἐπισκόπων «ἐπ’ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν δογματική τους πίστη, καθὼς μνημονεύονται στὴν Θεία Λειτουργία – εἰλικρινῶς καὶ ὄχι ψευδῶς - ὡς «ὀρθοτομοῦντες [=διατυπώνοντας σωστὰ] τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας» ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, καὶ ὅπως προϋποθέτει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν μας».
[Πηγή: Στρογγυλὴ Τράπεζα στην Μολδαβία: https://katanixis.blogspot.gr/2016/07/1.html, ανακτήθηκε την 2/2/2016]
[28] [“Επικηρυγμένος” ο π.Νικόλαος Μανώλης στην Ι.Μ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως https://katanixis.blogspot.gr/2017/01/blog-post.html]
[29] Πρωτοδευτέρα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως:
Κανὼν ιε’: “Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι”.
[30] Η ερμηνεία των κανονολόγων.
Βαλσαμών: «Εάν δε εξ ευλόγου αιτίας τυχόν προφάσει αιρέσεως, αποστή τις από της του οικείου αρχιερέως κοινωνία, διά τι κολασθήσεται; Επάγουσιν οι Πατέρες ως ταύτα πάντα τότε γίνονται, όταν προφάσει εγκληματικής τινός υποθέσεως καθ’ εαυτόν τις του οικείου ποιμένος καταγνώσεται, και αποσχίση εαυτόν εκ τούτου, και τοιουτοτρόπως διαρρήξη την ένωσιν της Εκκλησίας. Ει γαρ μη δι’ εγκληματικήν αιτίασιν, αλλά δι’ αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του επισκόπου αυτού ή του μητροπολίτου ή του πατριάρχου, ως επί εκκλησίας διδάσκοντος ανερυθριάστως διδάγματα τινά απηλλοτριωμένα του ορθού δόγματος, ο τοιούτος και προ εντελούς διαγνώσεως, πολλώ δε πλέον και μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν αποτειχίση, ήγουν χωρίση εκ της κοινωνίας του πρώτου αυτού, ου μόνον ου τιμωρηθήσεται, αλλά και τιμηθήσεται, ως ορθόδοξος. Ου γαρ απέσχισεν εαυτόν από επισκόπου, αλλά από ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. Και το παρά τούτου γεγονός επαίνου άξιον εστίν, ως μη κατατέμνον την Εκκλησίαν, αλλά μάλλον συνάπτον αυτήν και του μερισμού απαλλάττον». [P.G.137, σελ. 1068-1069]
Ζωναράς: «Ει δ’ ο πατριάρχης τυχόν ή μητροπολίτης, ή ο επίσκοπος αιρετικός είη, και τοιούτος ως δημοσία, κηρύττειν την αίρεσιν, και γυμνή τη κεφαλή, αντί του, ανυποστόλως και μετά παρρησίας, διδάσκει τα αιρετικά δόγματα, οι αποσχίζοντες αυτού, όποιοι αν είεν, ου μόνον κολάσεως άξιοι ουκ έσονται διά τούτο, αλλά και τιμής, ως ορθόδοξοι, αξιωθήσονται, χωρίζοντες εαυτούς της των αιρετικών κοινωνίας. Τούτο γαρ δηλοί το αποτειχίζοντες. Το γαρ τείχος των εντός αυτού προς τους εκτός χωρισμός εστίν. Ου γάρ επισκόπου απέστησαν, αλλά ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. Ουδέ σχίσμα τα της Εκκλησίας εποίησαν, αλλά μάλλον σχισμάτων την Εκκλησίαν απήλλαξαν όσον το επ’ αυτοίς». [P.G.137, σελ. 1069]
Αριστηνός: «Ει δε τινές, αποσταίεν τινός, ου διά πρόφασιν εγκλήματος, αλλά διά αίρεσιν, υπό συνόδου ή αγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμής και αποδοχής άξιοι, ως ορθόδοξοι». [P.G.137, σελ. 1070]
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι ήναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και διά τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσης περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον διά τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Όρα και τον λα'. Αποστολικόν». [Πηδάλιον (4η έκδ. 1886), σελ. 292]
[31] ῾Ερμηνεία εἰς τὸν ΙΕʹ ῾Ιερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας Συνόδου ὑπὸ ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας
“Ο ΚΑΝΩΝ οὗτος εἶναι συμπλήρωμα τοῦ ΙΓʹ καὶ τοῦ ΙΔʹ Κανόνος τῆς παρούσης Συνόδου, ἐπιτάσσει δέ, ἵνα, ἐφ᾿ ὅσον πρέπει νὰ ὑφίσταται ἡ σχέσις ἐκείνη (σχέσις ὑποταγῆς δηλονότι καὶ πειθαρχίας) τοῦ μὲν Πρεσβυτέρου πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπον, τοῦ δ᾿ ᾿Επισκόπου πρὸς τὸν Μητροπολίτην, πολλῷ μᾶλλον δέον ὅπως ὑπάρχῃ ἡ τοιαύτη σχέσις πρὸς τὸν Πατριάρχην, εἰς ὃν τὴν κανονικὴν ὑπακοήν χρεωστοῦσιν ἅπαντες: οἱ Μητροπολῖται, οἱ ᾿Επίσκοποι, οἱ Πρεσβύτεροί τε καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοὶ τοῦ περὶ οὗ πρόκειται Πατριαρχείου. Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς λέγει, ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγματα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτωσιν ὑπεισάγονται σχίσματα ἕνεκεν ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου. ᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μη- τροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκ- κλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως. ῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης ᾿Ιωάννης (γνωστὸς Ρῶσος Κανονολόγος), ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν τὰς ἱστορικὰς περιστάσεις τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας, παρατηρεῖ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἑρμηνεία τοῦ παρόντος Κανόνος πάντῃ ὀρθῶς καὶ ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν ἔννοιαν τῆς Κανονικῆς ἐπιστήμης, ὅτι ὁ λόγῳ αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου ἀποσχιζόμενος Πρεσβύτερος δὲν θὰ εἶναι ἔνοχος, ἀλλ᾿ ἀξιέπαινος, πλὴν ὅμως μόνον τότε, ἂν ὁ εἰρημένος ᾿Επίσκοπος ἄρξηται κηρύσσων διδασκαλίαν ἀναφανδὸν ἀντιβαίνουσαν πρὸς τὴν διδαχὴν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ἄν ταύτην τὴν ψευδῆ διδασκαλίαν παῤῥησίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διακηρύττῃ, προτιθέμενος ἀποφασιστικῶς νὰ καταρρίψῃ τὴν ᾿Ορθόδοξον διδασκαλίαν καὶ νὰ στερεώσῃ τὴν αἵρεσιν· εἰ δ᾿ ἄλλως, (ἐὰν δηλαδὴ ᾿Επίσκοπός τις ἐξενέγκῃ ποιάν τινα ἰδιάζουσαν ἐπὶ ζητημάτων πίστεως καὶ ἤθους γνώμην αὐτοῦ, δυναμένην μὲν νὰ φανῇ τινι ὡς μη ὀρθή, μη οὖσαν ὅμως ἰδιαιτέρως σπουδαίαν καὶ ἐπανορθουμένην εὐχερῶς, τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου μήπω ἐπὶ ἐσκεμμένῃ ἀνορθοδοξίᾳ ἐνοχοποιουμένου, ἢ ἐὰν πάλιν ὁ διαληφθεὶς ᾿Επίσκοπος ἐξενέγκῃ ἐσφαλμένην τινὰ διδασκαλίαν αὐτοῦ ἐν στενωτέρῳ κύκλῳ ὡρισμένων προσώπων, ὥστε εἶναι ἐφικτὸν νὰ διορθωθῇ ἡ ἐν προκειμένῳ διδασκαλία ἐντὸς τοῦ στενωτέρου τούτου κύκλου, τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας μη ἀθετουμένης), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει οὐδεὶς Πρεσβύτερος κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ ἀποχωρίζεσθαι αὐθαιρέτως τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου καὶ τοῦ δημιουργεῖν σχῖσμα· ἄλλως θὰ ὑπόκειται εἰς τὴν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς ταῦτα ὑπὸ τοῦ ΛΑʹ ᾿Αποστολικοῦ Κανόνος προδιαγραφομένην ἐντολήν. (Σχετικοὶ Κανόνες: ΛΑʹ ᾿Αποστολικός· ΣΤʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Βʹ· Γʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Γʹ· ΙΗʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Δʹ· ΛΑʹ καὶ ΛΔʹ τῆς ἐν Τρούλλῳ· ΣΤʹ τῆς ἐν Γάγγρᾳ· ΙΔʹ τῆς ἐν Σαρδικῇ· Εʹ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ· Ιʹ, ΙΑʹ καὶ ΞΒʹ τῆς ἐν Καρχηδόνι· ΙΓʹ καὶ ΙΔʹ τῆς Πρωτοδευτέρας)»”. [Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/᾿Απρίλιος-᾿Ιούνιος 1986, σελ. 73-74. Βλ. ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οἱ Κανόνες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μεθ᾿ ἑρμηνείας, τ. II, Novi Sad, σελ. 290-291. ῾Υπογραμμίσεις ἡμέτεραι. Μετάφρασις ἐκ τῆς Σερβικῆς ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (14/27.10.1981).]

Πηγή: Blog "Κατάνυξις"